Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

αντιαρματικό (αντιαεροπορικό)

  • 1 πυροβολικό(ν)

    το артиллерия;

    βαρύ (ελαφρό) πυροβολικό(ν) — тяжёлая (лёгкая) артиллерия;

    πυροβολικό(ν) μακρού ' ( — или μεγάλου) βεληνεκούς — дальнобойная артиллерия;

    επάκτιο (πεδινό) πυροβολικό(ν) — береговая (полевая) артиллерия;

    αντιαρματικό (αντιαεροπορικό) πυροβολικό(ν) — противотанковая (зенитная) артиллерия;

    πυρά (ομοβροντία) πυροβολικοϋ — артиллерийский огонь (залп);

    προπαρασκευή πυροβολικού — артиллерийская подготовка

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > πυροβολικό(ν)

  • 2 πυροβολικό(ν)

    το артиллерия;

    βαρύ (ελαφρό) πυροβολικό(ν) — тяжёлая (лёгкая) артиллерия;

    πυροβολικό(ν) μακρού ' ( — или μεγάλου) βεληνεκούς — дальнобойная артиллерия;

    επάκτιο (πεδινό) πυροβολικό(ν) — береговая (полевая) артиллерия;

    αντιαρματικό (αντιαεροπορικό) πυροβολικό(ν) — противотанковая (зенитная) артиллерия;

    πυρά (ομοβροντία) πυροβολικοϋ — артиллерийский огонь (залп);

    προπαρασκευή πυροβολικού — артиллерийская подготовка

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > πυροβολικό(ν)

  • 3 πυροβόλο(ν)

    το пушка; орудие;

    πυροβόλο(ν) μεγάλου βεληνεκούς — дальнобойное орудие;

    μηχανοκίνητο ( — или τροχοφόρο) πυροβόλο(ν) — самоходное орудие;

    πεδινό πυροβόλο(ν) — полевое орудие;

    αντιαρματικό (αντιαεροπορικό) πυροβόλο(ν) — противотанковое (зенитное) орудие;

    ομοβροντία πυροβόλων — орудийный залп

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > πυροβόλο(ν)

  • 4 πυροβόλο(ν)

    το пушка; орудие;

    πυροβόλο(ν) μεγάλου βεληνεκούς — дальнобойное орудие;

    μηχανοκίνητο ( — или τροχοφόρο) πυροβόλο(ν) — самоходное орудие;

    πεδινό πυροβόλο(ν) — полевое орудие;

    αντιαρματικό (αντιαεροπορικό) πυροβόλο(ν) — противотанковое (зенитное) орудие;

    ομοβροντία πυροβόλων — орудийный залп

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > πυροβόλο(ν)

  • 5 артиллерия

    артиллерия
    ж τό πυροβολικό[ν]:
    дальнобойная \артиллерия τό πυροβολικό[ν] μεγάλου βεληνεκούς; зенитная \артиллерия τό ἀντιαεροπορικό[ν] πυροβολικό[ν]; противотанковая \артиллерия τό ἀντιαρματικό[ν] πυροβολικόΜ; легкая (тяжелая) \артиллерия τό ἐλαφρό[ν] (τό βαρύ) πυροβολικό[ν].

    Русско-новогреческий словарь > артиллерия

  • 6 орудие

    ору́д||ие
    с
    1. τό ἐργαλείο[ν], τό σύνεργο:
    сельскохозяйственные \орудиеия τά ἀγροτικά γεωργικά ἐργαλεία· \орудиеия производства τά ἐργαλεία παραγωγής· \орудиеия труда τά ἐργαλεία τής ἐργασίας, τά ὀργανα τῆς δουλειάς·
    2. перен τό δργανο[ν], τό ὅπ-λο[ν]:
    \орудие классовой борьбы τό ὅπλο ταξικής πάλης· быть слепым \орудиеием εἶμαι πειθήνιο ὀργανο·
    3. воен. τό τηλεβόλο[ν], τό πυροβόλο[ν], τό κανόνι:
    полевое \орудие τό πεδινό πυροβόλο· тяжелые \орудиеия τά βαρέα τηλεβόλα· противотанковое \орудие τό ἀντιαρματικό πυροβόλο· зенитное \орудие τό ἀντιαεροπορικό πυροβόλο· дальнобойное \орудие τ£ πυροβόλο μεγάλου βεληνεκούς· самоходное \орудие τό μηχανοκίνητο πυροβόλο.

    Русско-новогреческий словарь > орудие

  • 7 орудие

    ουδ.
    1. εργαλείο, σύνεργο• μέσο•

    -я труда εργαλεία δουλειάς•

    земледль-ческое орудие αγροτικό εργαλείο•

    -я производства τα μέσα παραγωγής.

    2. μτφ. όργανο•

    слепое орудие τυφλό όργανο.

    3. πυροβόλο, κανόνι•

    самоходное орудие μηχανοκίνητο πυροβόλο•

    дально-ббиное орудие τηλεβόλο•

    полевое орудие πεδινό πυροβόλο•

    осадное орудие τοπομαχικό•

    зенитное орудие αντιαεροπορικό πυροβόλο•

    противотанковое орудие αντιαρματικό πυροβόλο•

    пальба из -ий κανονιοβολισμός, κανονίδι.

    Большой русско-греческий словарь > орудие

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»